- νοβέλ(λ)α
- νοβέλ(λ)α, ἡ (Μ)περιπέτεια, κακοτυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ, novella < λατ. novus «καινούργιος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόβελ(λ)ο — και νούβελ(λ)ο, το το εδαφονόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nuvellus, a, um < novus «καινούργιος»] … Dictionary of Greek
νωβελ(λ)ίσιμος — νωβελ(λ)ίσσιμος και νοβελ(λ)ίσσιμος και νοβελ(λ)ήσιμος (ΑΜ) τίτλος μελών αυτοκρατορικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nobilissimus, υπερθ. τού επιθ. nobilis «ευγενής»] … Dictionary of Greek